κοτυλοφόρος


κοτυλοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
κοτυλοφόρος κοτύλη + φέρω

Ερμηνεία
κοτυλοφόρος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (για χταπόδια, πολύποδες κτλ.) αυτός που φέρει, που έχει κοτύλες, βεντούζες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.