κοτσονάτος


κοτσονάτος
Προφορά

Ετυμολογία
κοτσονάτος κοτσάνι

Ερμηνεία
κοτσονάτος

✦ κ. κοτσανάτος, -η, -ο επίθ. δυνατός, ακμαίος: πελώριος, ηλικιωμένος μα κοτσονάτος (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.