κοτσαδόρος


κοτσαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
κοτσαδόρος πιθ. από το ρήμα κοτσάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοτσαδόρος

✦ εξάρτημα που προστίθεται στο πίσω μέρος οχήματος και χρησιμεύει για τη σύνδεση με άλλο όχημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.