κοτσάνι


κοτσάνι
Προφορά

Ετυμολογία
κοτσάνι κοψάνιον, υποκοριστικό του κόψανον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοτσάνι

✦ μίσχος φύλλου, άνθους, καρπού: δέντρα ήμερα… κοντά κοτσάνια, μια σταλιά (Τέλλος Άγρας)
✦ (ως επίρρ.) πολύ ωραία: στη φρ. περάσαμε κοτσάνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.