κοτσάκι
Προφορά
Ετυμολογία
κοτσάκι άγν. ετυμολ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοτσάκι
✦ δίστιχο δημοτικό τραγούδι, λιανοτράγουδο: η συνάθροιση… είχε τα μάτια της στις κοπέλες που πήγαιναν στη βρύση. Δεν άφηναν καμιά τους να περάσει δίχως να της πετάξουν ένα κοτσάκι: Τέτοια κόρη που ‘μαι εγώ, / και με στέλνεις για νερό! (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–