κορόνα
Προφορά
Ετυμολογία
κορόνα └λατιν┘ corona
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κορόνα
✦ στέμμα, διάδημα ηγεμόνα
✦ εθνόσημο, θυρεός
✦ (μτφ. ) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί η ιδιότητα του κορυφαίου
✦ η υψηλότερη τονική έκταση σε μελωδία· (κ. μτφ.) ιδ. στον πληθ. κορόνες, διαμαρτυρίες, πομπώδης λόγος και σε υψηλούς τόνους: οι κορόνες της αντιπολιτεύσεως για διώξεις αντιφρονούντων δεν πείθουν κανένα
✦ νόμισμα διαφόρων χωρών
✦ η όψη των νομισμάτων στην οποία υπάρχει το εθνόσημο ή η προτομή ηγεμόνα
✦ φρ. κορόνα γράμματα, είδος τυχερού παιχνιδιού (αλλά κ. μέθοδος κληρώσεως) κατά το οποίο ρίχνει κάποιος στον αέρα νόμισμα και κερδίζει αυτός που έχει επιλέξει την όψη που φαίνεται, όταν το νόμισμα πέσει στο έδαφος· (κ. μτφ.) για ριψοκίνδυνο άτομο: έπαιξε κορόνα γράμματα τη ζωή του – την περιουσία του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–