κοροπλάστης


κοροπλάστης
Προφορά

Ετυμολογία
κοροπλάστης μεταγενέστερη ελληνική κοροπλάστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοροπλάστης

✦ ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματίων που παριστάνουν κόρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.