κοντότα


κοντότα
Προφορά

Ετυμολογία
κοντότα └ιταλ┘condotta (= μίσθωση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοντότα

✦ ειδική συμφωνία γιατρού και κατοίκων ενός χωριού κατά την οποία ο γιατρός με εφάπαξ αμοιβή αναλάμβανε τη νοσηλεία τους για ορισμένο χρονικό διάστημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.