κοντόμερος


κοντόμερος
Προφορά

Ετυμολογία
κοντόμερος κοντά + ημέρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοντόμερος -η, -ο

✦ που λίγες μέρες του μένουν να ζήσει: του άλλου κοντόμερη η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.