κοντούρα


κοντούρα
Προφορά

Ετυμολογία
κοντούρα └ιταλ┘contorno (= περίγραμμα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοντούρα

✦ σχεδιαστικό περίγραμμα εικόνας, γραμμάτων ή αντικειμένου που καθορίζει το σχήμα τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.