κοντοστούμπης


κοντοστούμπης
Προφορά

Ετυμολογία
κοντοστούμπης κοντός + στούμπος

Ερμηνεία
κοντοστούμπης

✦ κ. κοντοστούπης, -α, -ικο επίθ. άνθρωπος με κοντό ανάστημα, βραχύσωμος: άλλοι ψηλοί κι άλλοι κοντοστούπηδες (Π. Πρεβελάκης)
✦ (κ. για πράγμ.): είδα κι έναν κοντοστούπικο φρεσκοσοβατισμένο μιναρέ (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.