κοντοστέκω


κοντοστέκω
Προφορά

Ετυμολογία
κοντοστέκω κοντά + στέκω

Ερμηνεία
κοντοστέκω

✦ κ. -ομαι ρ. (κοντοστάθηκα) σταματώ απότομα ενώ βαδίζω: κίνησα προς την είσοδο, μα κοντοστάθηκα σαστισμένη, μην ξέροντας πώς να φερθώ (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) διστάζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.