κομπόδεμα
Προφορά
Ετυμολογία
κομπόδεμα κομποδένω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κομπόδεμα
✦ κόμπος στην άκρη μαντιλιού και τα χρήματα που φυλάγονται σ’ αυτόν
✦ κρυφή αποταμίευση: φαίνεται πως το ‘χει το κομπόδεμά της η γριούλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–