κομπλιμεντόζος


κομπλιμεντόζος
Προφορά

Ετυμολογία
κομπλιμεντόζος └ιταλ┘complimentoso

Ερμηνεία
επίθετο┘ κομπλιμεντόζος -α, -ικο

✦ φιλοφρονητικός, κόλακας, που αρέσκεται να κομπλιμεντάρει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.