κομπλιμέντο
Προφορά
Ετυμολογία
κομπλιμέντο └ιταλ┘complimento
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κομπλιμέντο
✦ φιλοφρόνηση, κολακευτικός λόγος: ξέρεις δα πώς είμαστε εμείς οι ηθοποιοί, πόσο εύκολα μας παίρνεις την καρδιά μ’ ένα κομπλιμέντο για το παίξιμό μας (Γ Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–