κομπλάρω


κομπλάρω
Προφορά

Ετυμολογία
κομπλάρω συγκεκομμένος τύπος του κομπλεξάρω

Ερμηνεία
ρήμα κομπλάρω

✦ αισθάνομαι αμηχανία, τα χάνω, σαστίζω: όταν βρέθηκα μπροστά στον διευθυντή, κόμπλαρα τελείως
✦ (κ. μτβ.) κάνω κάποιον να σαστίσει, να τα χάσει: έβαλε τις φωνές και με κόμπλαρε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.