κομπαστής


κομπαστής
Προφορά

Ετυμολογία
κομπαστής μεταγενέστερη ελληνική κομπαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κομπαστής

✦ θηλ. κομπάστρια καυχησιάρης, αλαζόνας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.