κομπάρσος
Προφορά
Ετυμολογία
κομπάρσος └ιταλ┘comparsa (= το άφωνο πρόσωπο του δράματος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κομπάρσος
✦ βοηθητικό πρόσωπο, συνήθως βουβό, σε θεατρική παράσταση ή σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία
✦ (μτφ. ) πρόσωπο με εντελώς ασήμαντο ρόλο σε ορισμένη υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–