κομουναλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κομουναλισμός └αγγλ┘communalism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κομουναλισμός
✦ σύστημα διοικήσεως με παραχώρηση, από την κεντρική κυβέρνηση, σημαντικών νομοθετικών εξουσιών στις κοινότητες, κοινοτισμός
✦ το φαινόμενο της συγκρούσεως και εντάσεως μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων που συνυπάρχουν στην ίδια περιοχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–