κομμός
Προφορά
Ετυμολογία
κομμός αρχαία ελληνική κομμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κομμός
✦ κοπετός, θρήνος, ιδ. το θρηνητικό άσμα στην αρχαία τραγωδία: είσοδο του χορού και τον εξαιρετικά μελωδικό κομμό (Ν. Χουρμουζιάδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–