κομματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κομματισμός κομματίζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κομματισμός
✦ η προσήλωση σε πολιτικό κόμμα, η τοποθέτηση του κομματικού συμφέροντος πάνω από κάθε άλλη, υψηλότερη σκοπιμότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–