κομματικοκρατία


κομματικοκρατία
Προφορά

Ετυμολογία
κομματικοκρατία κομματικός + -κρατία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κομματικοκρατία

✦ η κυριαρχία των κομμάτων ή ενός κόμματος στις κοινωνικές, πολιτικές και άλλες δραστηριότητες, η επικράτηση των κομματικών επιδιώξεων και στόχων στο δημόσιο βίο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.