κομμένος
Προφορά
Ετυμολογία
κομμένος κόβω
Ερμηνεία
κομμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. εξαντλημένος, κουρασμένος
✦ φρ. με κομμένη την ανάσα, με μεγάλη αγωνία: ολόκληρη η Ελλάς έχει στραμμένη την προσοχή της με κομμένη την ανάσα στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ ξεθωριασμένος
✦ αποτυχημένος σε εξετάσεις ή αποκλεισμένος ύστερα από επιλογή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–