κομιστικός


κομιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
κομιστικός αρχαία ελληνική κομιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κομιστικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι
✦ πληθ. ουδ. κομιστικά ως ουσ., τα έξοδα μεταφοράς, τα κόμιστρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.