κομήτης
Προφορά
Ετυμολογία
κομήτης αρχαία ελληνική κομήτης (= αυτός που έχει μαλλιά)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κομήτης
✦ ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από τον ήλιο και φαίνεται σαν φωτεινό αστέρι με ουρά (η ονομασία προφανώς από την ομοιότητα της ουράς του κομήτη με τα μαλλιά)
✦ (μτφ. ) η λ. για να χαρακτηρίσει κάποιον που εμφανίζεται σπάνια και αποχωρεί γρήγορα: στο γραφείο έρχεται σαν κομήτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–