κολυμπητός


κολυμπητός
Προφορά

Ετυμολογία
κολυμπητός κολυμπώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ κολυμπητός -ή, -ό

✦ ο βυθισμένος σε κάποιο υγρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.