κολασμένος


κολασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κολασμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του κολάζομαι

Ερμηνεία
κολασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο καταδικασμένος στην αιώνια κόλαση
✦ αμαρτωλός, διεφθαρμένος: κολασμένη ψυχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.