κολαούζος


κολαούζος
Προφορά

Ετυμολογία
κολαούζος └τουρκ┘kιlavuz

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κολαούζος

✦ οδηγός σε δρόμο: χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει (παροιμία)
✦ (γεν.) σύμβουλος, ακόλουθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.