κολακεία


κολακεία
Προφορά

Ετυμολογία
κολακεία αρχαία ελληνική κολακεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κολακεία

✦ πράξη ή λόγος υπερβολικά φιλοφρονητικός, με σκοπό την απόσπαση εύνοιας, γαλιφιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.