κολάπσους


κολάπσους
Προφορά

Ετυμολογία
κολάπσους └γαλλ┘ collapsus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κολάπσους

✦ παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται αιφνίδια και πλήρης κατάπτωση του οργανισμού και ψυχική καταβολή (π.χ. από κυκλοφορική ανεπάρκεια, μεγάλη απώλεια αίματος κτλ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.