κολάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κολάζω αρχαία ελληνική κολάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κολάζω
✦ τιμωρώ: κάθε αδίκημα κολάζεται από το νόμο
✦ περιορίζω, μετριάζω: για να κολαστεί κάπως η αρχική κακή εντύπωση
✦ κάνω κάποιον να αμαρτήσει, βάζω σε πειρασμό: κι αυτή ‘τανε διαβόλισσα, πήγε να τον κολάσει (δημ. τραγ.)
✦ (μέσ.) κολάζομαι, σκανδαλίζομαι: κολάστηκε που την είδε μισόγυμνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–