κοκκίαση


κοκκίαση
Προφορά

Ετυμολογία
κοκκίαση κόκκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοκκίαση

(ιατρ.) η ανάπτυξη σαρκίων σε τραυματικές επιφάνειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.