κοκιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κοκιάζω μεσαιωνική ελληνική κοκκιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοκιάζω
✦ τοποθετώ το βέλος, τη σαΐτα στο τόξο για να την εκτοξεύσω: σα σαΐτα κοκιασμένη στο δοξάρι, έτοιμη να πετάξει (Π. Πρεβελάκης)
✦ χαράζω σε ξύλο εντομές
✦ χαράζω διακριτικά σημεία σε πράγμα για να το αναγνωρίζω
✦ περνώ σε νήμα διάτρητες χάντρες για να φτιάξω κομπολόι ή περιδέραιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–