κοκαλώνω


κοκαλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κοκαλώνω κόκαλο

Ερμηνεία
ρήμα κοκαλώνω

✦ βλ. κοκαλιάζω: όταν έκλεινες το παράθυρο, έσκαγες στη ζέστη, κι όταν τ’ άνοιγες σε κοκάλωνε το βοριαδάκι (Γ. Μπεράτης)
✦ μένω εμβρόντητος: μόλις άκουσε την είδηση, κοκάλωσε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.