κοκαλένιος


κοκαλένιος
Προφορά

Ετυμολογία
κοκαλένιος κόκαλο

Ερμηνεία
κοκαλένιος

✦ -ια, -ιο κ. κοκάλινος, -η, -ο επίθ. ο κατασκευασμένος από κόκαλο: κοκάλινη χτένα – βραχιόλι κοκαλένιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.