κοκαλάκι
Προφορά
Ετυμολογία
κοκαλάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού κόκαλο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοκαλάκι
✦ μικρό κόκαλο
✦ κ. χωρίς υποκορ. σημ. η λ. αντί της λ. ζωή: θ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου εδώ, σ’ αυτό τον άθλιο τόπο
✦ φρ. ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου, ζεστάθηκα ικανοποιητικά μετά από ταλαιπωρία στο κρύο – έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, για άνθρωπο που τον ευνοεί η τύχη και οι περιστάσεις
✦ κοκάλινο ή πλαστικό κατασκεύασμα χρησιμοποιούμενο στη γυναικεία κόμμωση για τη συγκράτηση των μαλλιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–