κοκέτικος
Προφορά
Ετυμολογία
κοκέτικος κοκέτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοκέτικος -η, -ο
✦ που ταιριάζει σε κοκέτη, κομψός: κοκέτικο ντύσιμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κοκέτικα:ένας ψηλός… ανθυπολοχαγός, που ‘χε περάσει κοκέτικα το δίκοχό του μες στο λουρί της εξάρτησής του (Γ. Μπεράτης)