κοκάλωμα


κοκάλωμα
Προφορά

Ετυμολογία
κοκάλωμα κοκαλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοκάλωμα

✦ κοκάλιασμα
✦ το να μένει κάποιος εμβρόντητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.