κοιτίδα
Προφορά
Ετυμολογία
κοιτίδα μεταγενέστερη ελληνική κοιτίς, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κοίτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοιτίδα
✦ κούνια, μικρό κρεβάτι
✦ (μτφ. ) ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι (ιδέα, αντίληψη κτλ.): η Ελλάδα υπήρξε η κοιτίδα της δημοκρατίας
Συνώνυμα
λίκνο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–