κοινός


κοινός
Προφορά

Ετυμολογία
κοινός αρχαία ελληνική κοινός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοινός -ή, -ό

✦ που ανήκει σε πολλούς, που χρησιμοποιείται από πολλούς
✦ δημόσιος
✦ που ενδιαφέρει πολλούς
✦ που ταιριάζει σε πολλούς
✦ συνηθισμένος
✦ ευτελής
✦ μέτριος
✦ κοινή γνώμη, η γνώμη της κοινωνίας, η δημόσια γνώμη
✦ κοινός νους, η σωστή κρίση, η ορθοφροσύνη
✦ κοινά ουσιαστικά, τα ουσιαστικά που σημαίνουν πρόσωπα, ζώα, πράγματα του ίδιου είδους καθώς και αυτά σημαίνουν πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (άνθρωπος, άλογο, λουλούδι, τριανταφυλλιά, τρέξιμο, ευχαρίστηση, εξυπνάδα)
✦ κοινός τόπος, ο χωρίς πρωτοτυπία, κοινοτοπία: η πείρα αιώνων κι αιώνων δεν δίδαξε στις εξουσίες αυτές τον κοινότατο τόπο πως καμιά απαγόρευση (του λόγου) δεν έσωσε ποτέ κανένα κρατούντα; (Μ. Πλωρίτης)
✦ Κοινή Αγορά, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (που ιδρύθηκε το 1958) περιλαμβάνει τα κράτη Αυστρία, Βέλγιο, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία, Φινλανδία
✦ κοινή γυναίκα, η πόρνη, η δημόσια
✦ θηλ. κοινή – ουδ. κοινό ως ουσ. βλ. λέξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κοινώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.