κοινωφελής
Προφορά
Ετυμολογία
κοινωφελής μεταγενέστερη ελληνική κοινωφελής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοινωφελής -ής, -ές
✦ ο ωφέλιμος στο κοινό, που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο: κοινωφελές ίδρυμα – κοινωφελής οργανισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κοινωφελώς