κοινωνώ


κοινωνώ
Προφορά

Ετυμολογία
κοινωνώ αρχαία ελληνική κοινωνέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα κοινωνώ -είς, -εί

✦ μετέχω σε κάτι ή πληροφορούμαι κάτι, είμαι κοινωνός
✦ μεταλαβαίνω τη θεία κοινωνία: έχει χρόνια να κοινωνήσει ο αντίχριστος
✦ (κ. μτβ.) παρέχω τη θεία κοινωνία: θα τον κοινωνήσουνε, ψυχομαχά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.