κοινωνός


κοινωνός
Προφορά

Ετυμολογία
κοινωνός αρχαία ελληνική κοινωνός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κοινωνός

✦ πρόσωπο που μετέχει σε κάτι ή που πληροφορείται κάτι: κοινωνός ιδεών – επιδιώξεων – αντιλήψεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.