κοινωνικοποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
κοινωνικοποίηση κοινωνικοποιώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοινωνικοποίηση
✦ (στην κοινωνική ψυχολ.) η διαδικασία με την οποία ένα άτομο μαθαίνει να προσαρμόζεται στην ομάδα αποκτώντας την κοινωνική συμπεριφορά που εγκρίνει η ομάδα
✦ (οικον.) η μετατροπή του καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων σε καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–