κοινοπρακτώ


κοινοπρακτώ
Προφορά

Ετυμολογία
κοινοπρακτώ μεταγενέστερη ελληνική κοινοπραγέω-ῶ

Ερμηνεία
κοινοπρακτώ

✦ κ. κοινοπραγώ, -είς, -εί ρ. ενεργώ από κοινού, συμπράττω: έρχονται… να συναντηθούν και να κοινοπρακτήσουν δυο… ρεύματα που πηγάζουν… από το Βυζάντιο (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.