κοινοκτημοσύνη


κοινοκτημοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
κοινοκτημοσύνη κοινοκτήμων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοινοκτημοσύνη

✦ η κοινή κτήση και χρήση των υλικών αγαθών
✦ (κοινωνιολ.) βασική αρχή του σοσιαλισμού, που δεν δέχεται την ατομική αλλά την κοινή απόλαυση των αγαθών υπό την εποπτεία του κράτους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.