κοινοβουλευτισμός


κοινοβουλευτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κοινοβουλευτισμός κοινός + βουλεύομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοινοβουλευτισμός

✦ πολιτικό καθεστώς, κατά το οποίο η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της λαϊκής αντιπροσωπείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.