κοιμούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
κοιμούμαι αρχαία ελληνική κοιμῶμαι
Ερμηνεία
κοιμούμαι
✦ κ. κοιμάμαι, -άσαι, -άται ρ. (κοιμήθηκα, κοιμισμένος· Κ κοιμώμαι) πέφτω σε ύπνο
✦ (εκκλ.) πεθαίνω
✦ (μτφ. ) είμαι νωθρός, αδρανής: φρ. κοιμάται όρθιος
✦ (μτφ. ) εφησυχάζω, αδρανώ, αδιαφορώ: η φοροδιαφυγή έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις αφού οι αρμόδιες αρχές κοιμούνται
✦ φρ. κοιμάται με τις κότες, πηγαίνει για ύπνο νωρίς – κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, για πολύ τυχερό άνθρωπο που κερδίζει χωρίς να κοπιάζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–