κοιμισμένος


κοιμισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κοιμισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του κοιμίζω

Ερμηνεία
κοιμισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που κοιμάται, που βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου
(μτφ. ) νωθρός διανοητικά, αδρανής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.