κοιμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κοιμίζω αρχαία ελληνική κοιμίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοιμίζω
✦ μεταφέρω στην κατάσταση του ύπνου
✦ (μτφ. ) καθησυχάζω, καταπραΰνω
✦ (παθ. μτχ.) κοιμισμένος, -η, -ο (μτφ. ) νωθρός, αδρανής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–